- αντίλαμπρα
- επίρρ. в первое воскресенье после пасхи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντίλαμπρα — επίρρ. 1. το Αντίπασχα, η Κυριακή του Θωμά 2. η Δευτέρα του Πάσχα … Dictionary of Greek